Ηλιόλουστη μέρα, σχεδόν ανοιξιάτικη. Δεκάδες άνθρωποι, όλων των ηλικιών, γυναίκες και άνδρες, άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι στα παγκάκια, ή στα πεζούλια, συζητούν, αψιμαχούν, φλερτάρουν.Παιδιά παίζουν, τρέχουν, γελούν, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου. Για να υπενθυμίζουν πως η ζωή, όταν είναι ανέμελη, είναι χαρά και δώρο. Ανάμεσά τους, νέοι Αφγανοί, καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, στο πεζούλι του σιντριβανιού της πλατείας, πουλούν αβγά σε χάρτινες καρτέλες. Βρασμένα. Αγοράζουν τα οκτώ για ένα ευρώ από την κεντρική αγορά. Τα βράζουν και τα πουλούν για ένα ευρώ τα τέσσερα. Κάτι βγαίνει. Λίγα βέβαια, αλλά από το τίποτα, καλά είναι κι αυτά. «Πενία τέχνας κατεργάζεται», έλεγαν οι πρόγονοί μας.
Γι αυτούς, τα αβγά, εκτός από μέσο βιοπορισμού, είναι και παιχνίδι. Τα τσουγκρίζουν, όπως κάνουμε εμείς το Πάσχα με το «Χριστός Ανέστη». Εδώ, όμως, χειμώνα στην καρδιά της πρωτεύουσας, ο κανόνας δεν επιβάλλεται από το έθιμο, αλλά από το παιχνίδι, που έχει κι ένα κέρδος. Όποιος σπάσει το αβγό του άλλου, το κερδίζει.
«Μερικοί είναι πολύ καλοί στο να διαλέγουν το πιο γερό αβγό και κερδίζουν συνέχεια», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 35χρονος Αχμέντ Χαμεντί από το Αφγανιστάν, ο οποίος ζει στην Ελλάδα «με χαρτιά» - όπως τονίζει - τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι πελάτες - παίκτες χτυπούν το αβγό ελαφρά στα μπροστινά τους δόντια και καταλαβαίνουν αν είναι γερό. Έτσι νομίζουν, τουλάχιστον. Διαλέγουν το ... όπλο και ξεκινά ο αγώνας. Γέλια πολλά και πειράγματα. «Έτσι περνάμε την ώρα μας και παράλληλα διασκεδάζουμε. Γι αυτούς που τα πουλούν βγαίνει και ένα κέρδος βέβαια, αλλά όχι αρκετά για να ζήσουν τις οικογένειές τους», προσθέτει ο νεαρός Αφγανός.
Σύντομα, όμως, αλλάζει θέμα, σοβαρεύει, μελαγχολεί: «Δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε εδώ. Στην Ελλάδα δεν έχει τίποτα για εμάς πια. Μένουμε σε ένα δωμάτιο πέντε άνθρωποι. Δεν έχουμε δουλειά. Δεν έχουμε λεφτά. Καθόμαστε στην πλατεία μήπως έρθει κανείς και μας ζητήσει για μεροκάματο και παίζουμε με τα αβγά για να περάσει λίγο η ώρα. Τι άλλο να κάνουμε;». Στέκεται και απορεί. Σιωπή για λίγο και το ίδιο αυθόρμητα, αλλά με περισσότερο θάρρος, εξομολογείται: «Θέλουμε να φύγουμε. Εδώ δεν μπορούμε να ζήσουμε. Μόνο μπροστά θέλουμε να πάμε. Περιμένουμε βοήθεια από το γραφείο του ΟΗΕ για να πάρουμε "τα χαρτιά" και να φύγουμε για Ιταλία. Μας έχουν πει να περιμένουμε τρεις μήνες, αλλά μάλλον δεν θα γίνει τίποτα».
Το ένστικτο της επιβίωσης, η ανάγκη για μία καλύτερη ζωή και το θέλημα του Θεού, ή μάλλον το θέλημα κάποιου σύγχρονου δουλεμπόρου, τους έφερε στην Ελλάδα για να δουλέψουν, να κάνουν οικογένειες, να ζήσουν, όπως τους έταξαν. Αυτή την ελπίδα αγόρασαν όλοι, όταν πλήρωσαν αδρά για να φτάσουν τελικά στην πάλαι ποτέ χώρα της επαγγελίας με ένα σαπιοκάραβο, μέσω Τουρκίας. Κι εδώ δηλώνουν απογοητευμένοι από όλους και από όλα. Η μόνη ελπίδα πια είναι στον Κούρδο... Ο Αχμέντ αποκαλύπτει: «Περιμένουμε τον Κούρδο που μας έφερε από την Τουρκία. Μας είπε ότι μπορεί να μας πάει και μέχρι την Ιταλία, με το αζημίωτο βέβαια. Του τηλεφωνούμε, αλλά δεν απαντάει. Μέρες τον περιμένουμε. Έχει πει ότι θα έρθει».
Κι αν ο Κούρδος δεν έρθει; Κι αν δεν υπάρξει πρόνοια από πουθενά; «Θα γυρίσουμε πίσω στις πατρίδες μας, όπως μπορούμε», απαντά μασημένα, σα να μη το πιστεύει και ο ίδιος. Άλλωστε, ο ίδιος και οι συμπατριώτες του έφτασαν όπως όπως στην Ελλάδα, επειδή η ζωή στον τόπο τους είχε κλείσει. Ζητούσαν ένα νέο ξεκίνημα και η αρχή της νέας ζωής δεν μπορεί να γίνει, εκεί όπου έκλεισε η παλιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου