Ένας λεβέντης διάβαινε στη μέση στο παζάρι.
Να βάλω το φεσάκι μου να πάω στο παζάρι.
Πήγα στο παζάρι και πήρα μια προβατίνα
Οι στίχοι αυτοί των Δ’ τραγουδιών δείχνουν την κοινωνική και οικονομική σχέση των ανθρώπων με το παραδοσιακό παζάρι.
Ο θεσμός του παζαριού έχει τις ρίζες του στις συντεχνίες του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας. Το παζάρι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν δημόσια αγορά και ταυτιζόταν με το τσαρσί, που είχε δικά του εμπορικά κτίρια και εμπορική οργάνωση. Τα παζάρια πήραν και τη μορφή της πανήγυρης ή εμποροπανήγυρης, λέξη προερχόμενη από το πας και άγυρις, αγορά. Στην αρχαιότητα λεγόταν πανήγυρη, η θρησκευτική συνάθροιση του λαού, όπως μας πληροφορεί ο Στράβων.
Η θρησκευτική πανήγυρη που συνδυάστηκε με οικονομικές δοσοληψίες ήταν τα Δημήτρια στη Θεσσαλονίκη, στη γιορτή του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου, όπου συνέρεαν προσκυνητές και έμποροι και από άλλες χώρες. Είναι γνωστό ότι στην Τουρκοκρατία οι συντεχνίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της κάθε περιοχής. Έτσι, τα παζάρια ή αγορά ή εμποροπανηγύρεις, υπήρξαν χώροι διάθεσης και διακίνησης συντεχνιακών προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ο θεσμός του παζαριού, ο οποίος υπάρχει στα κατοπινά χρόνια και παρουσιάζει έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον. Η αγορά ήταν το σημαντικότερο μέρος του Βαροσιού, όπου η κίνηση αποκλειστικά γινόταν από χριστιανούς εμπόρους, τεχνίτες και επαγγελματίες. Η εμπορική αγορά απλωνόταν σε στενούς δρόμους και σοκάκια, όπου ήταν τοποθετημένα συντεχνιακά εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά ήταν ξύλινα και λιθόκτιστα. Τα ξύλινα εργαστήρια μοιράζονταν το ανοικτό μέρος της αγοράς και λεγόταν Τσαρσί ή Μεϊντάν, ενώ τα λιθόκτιστα ήταν κλειστά, θολογύριστα και λέγονταν Μπιζεστένι.
Kάθε συντεχνία είχε το δικό της σοκάκι, ανάλογα με το επάγγελμα, και τα προϊόντα που διέθετε και ο χώρος αυτός έπαιρνε την αντίστοιχη ονομασία, όπως, ταμπάκικα, παπουτσάδικα, καλαντζίδικα, γιδοπάζαρο, γελαδοπάζαρο, κ.λπ.
Για τη σωστή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, την αποφυγή παραβάσεων από τους πωλητές, υπήρχε ο επιστάτης, ο οποίος φρόντιζε για την αγορά και ήλεγχε τους πωλητές, ενώ οι συντεχνίες καθόριζαν τις ανώτερες τιμές πώλησης των προϊόντων.
Ο θεσμός αυτός των παζαριών σήμερα εμπλουτίστηκε και με σύγχρονα βιομηχανικά προϊόντα, ενώ τα παραδοσιακά κτηνοτροφικά και γεωργικά έχουν σχεδόν εκλείψει. Στο παζάρι της Λάρισας, της Ελασσόνας, των Τρικάλων, των Σερβίων, των Φαρσάλων, μέχρι τη δεκαετία του 1960, γίνονταν αγοροπωλησίες ζώων, όπως, αγελάδων, αλόγων και αιγοπροβάτων. Σήμερα τα εβδομαδιαία παζάρια είναι κατάλοιπα και απομίμηση των συντεχνιακών παζαριών.
Εξάλλου, μεγαλύτερος χώρος διάθεσης βιομηχανικών, βιοτεχνικών, αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν τα εμπορικά πανηγύρια. Το εμπορικό πανηγύρι παρουσίαζε μεγαλύτερη ποικιλία εμπορευμάτων και οι εμπορικές γνωριμίες, βοηθούσαν στην αύξηση των παραγγελιών και στην παραγωγική διαδικασία των συντεχνιών. Βέβαια, η εμποροπανήγυρη κρατούσε 20 ημέρες, ενώ το παζάρι διαρκούσε όλο τον χρόνο. Οι εμποροπανηγύρεις άρχιζαν την άνοιξη και τελείωναν τον Νοέμβριο μήνα. Έτσι και σήμερα τα παζάρια επικράτησε να αρχίζουν από την άνοιξη και να τελειώνουν το φθινόπωρο, αφού είναι κατάλληλη περίοδος για τη διακίνηση των εμπορευμάτων, αλλά γιατί βοηθούν και οι καιρικές συνθήκες. Στον Τύρναβο γίνεται την άνοιξη, όπως και στους Γόννους, στα Φάρσαλα 15 Αυγούστου, στην Ελασσόνα αρχές Σεπτεμβρίου και στη Λάρισα 24 Σεπτεμβρίου.
Οι συντεχνίες για να λάβουν μέρος στα πανηγύρια αυτά, ακολουθούσαν κάποια διαδικασία. Όσοι συντεχνίτες ήθελαν να πάρουν μέρος με την ιδιότητα του πωλητή, μάζευαν τα εμπορεύματά τους λίγες μέρες νωρίτερα πριν ανοίξει το πανηγύρι και άρχιζαν να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους. Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν με τα ζώα, που σχημάτιζαν ένα είδος καραβανιού. Όλες οι οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, γνωριμίες, φιλίες και συναναστροφές γίνονταν μέσα στον χώρο αυτό. Με τη λήξη της εμποροπανήγυρης, συνέχιζαν τον δρόμο για άλλες πανηγύρεις, όπως, γίνεται και σήμερα. Υπήρχαν περιπτώσεις, όπου οι συντεχνίες εξουσιοδοτούσαν πεπειραμένο και έμπιστο πρόσωπο να προμηθευτεί από τους πραματευτάδες άλλων περιοχών μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων.
Για το ξεκίνημα και το στήσιμο μιας νέας συντροφιάς, απαιτείτο σχετική άδεια και κάποιο συμφωνητικό, το οποίο υπέγραφε ο προμηθευτής, χρηματοδότης και ο γραμματέας της συντεχνίας. Το παζάρι της Λάρισας παλαιότερα ήταν σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τους κατοίκους της πόλης, αλλά και για ολόκληρο τον νομό, αφού στο παζάρι, γινόταν οι αγοραπωλησίες. Η λειτουργία του παζαριού της Λάρισας είχε αφετηρία το Μπεζεστένι, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Αλκαζάρ και σήμερα στη Νεάπολη. Εξυπηρετούσε τις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες της πόλης και σύμφωνα με τον περιηγητή Λ XEUZEY, ήταν πλούσιο σε αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα. Ήταν το παζάρι, ένας τρόπος εμπορικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Λάρισας.
Από τον Απόστολο Ποντίκα, θεολόγο, φιλόλογο, δάσκαλο